θρέμματα

θρέμματα
θρέμμα
nursling
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρέμματ' — θρέμματα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl θρέμματι , θρέμμα nursling neut dat sg θρέμματε , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Biosphäre: Geschichte des Begriffs — Der Begriff der Biosphäre [bioˈsfɛːrə] (von griechisch βίος, bíos = Leben und σφαίρα, sfaira = Kugel) wurde im neunzehnten Jahrhundert geprägt. Doch erst ab 1920 ging er verstärkt in die wissenschaftliche Diskussion ein und erfuhr im Laufe der… …   Deutsch Wikipedia

  • ORNEOSOPHION — nomen libri, iussu Michaelis Imperatoris Constantinopolitani, de Avibus conscripti, cuius meminit Bochart. Hieroz. Part. poster. l. 6. c. 3. ubi de Exypterio. A voce Ο῎ρνις: quae cum Homero et Hesiodo nihil quidquam sit, quam avis in genere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SECTARIUS Vervex — Festo est, qui gregem agnorum praecedens ducit, Graece Κτίλος. Homerus de Ulysse Il. γ. v. 196. Αὐτος δὲ, κτίλος ὡς, ἐπιπωλεῖται ςτίχας ἀνδρῶν. Ille autem, ut dux gregis aries, lustrat virorum ordines. Ubi Scholiastes Κτίλον ait dici, quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θρεμματικός — θρεμματικός, ή, όν (Α) [θρέμμα] 1. αυτός που φροντίζει για τα θρέμματα 2. φρ. «θρεμματική ἐργασία» εταιρεία που φρόντιζε για τα παιδιά τών δούλων …   Dictionary of Greek

  • καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοτροφώ — κτηνοτροφῶ, έω (AM) [κτηνοτρόφος] εκτρέφω ζώα, είμαι κτηνοτρόφος («κτηνοτροφοῡσιν Ἄραβες... τὰ θρέμματα οὐκ ἄνδρες μόνον, ἀλλὰ καὶ γυναῑκες», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • μνημοσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη των Τιτάνων Ουρανού και Γης. Ήταν μία από τις επίσημες συζύγους του Δία, και απέκτησε απ’ αυτόν τις εννέα Μούσες. Τη Μ. τη λάτρευαν σαν θεά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, όπου και υπήρχαν ιερά ή τόποι αφιερωμένοι… …   Dictionary of Greek

  • περιελαύνω — Α [ελαύνω] 1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.) 2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.) 3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) 4. κατασκευάζω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”